Κερτς

Κερτς
(Kerch). Πόλη (157.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Κριμαίας (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ.). Στην ακτή του κόλπου του Κ. λειτουργεί πορθμείο που ενώνει την Κριμαία με τον Καύκασο διαμέσου του ομώνυμου πορθμού, με σκοπό τη μεταφορά σιδηροδρομικών συρμών με ηλεκτροκίνητες μηχανές. Κυρίαρχα στοιχεία της οικονομίας της πόλης είναι η εξορυκτική βιομηχανία και η ιχθυοβιομηχανία, λειτουργούν όμως και εργοστάσια κατεργασίας ορυκτών σιδήρου, ναυπηγείο, εργοστάσια κατασκευής σωλήνων, οικοδομικών υλικών, υαλουργίας, τροφίμων και ελαφράς βιομηχανίας. Υπάρχουν τεχνικές σχολές, το δραματικό θέατρο Πούσκιν, ιστορικό-αρχαιολογικό μουσείο, ινστιτούτο ωκεανογραφικών μελετών και πολλά αρχιτεκτονικά μνημεία, όπως η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Ιστορία. Στην αρχαιότητα η πόλη ονομαζόταν Παντικάπαιο και είχε χτιστεί από τους Μιλήσιους περίπου το 650 π.Χ. Αργότερα έγινε πρωτεύουσα του βασιλιά του Βοσπόρου, Νεύκωνα (4ος αι. π.Χ.), πήρε την ονομασία Βόσπορος και περιήλθε στο Βυζάντιο. Τον 13o αι. αποτέλεσε εμπορικό κέντρο των Γενουατών. Άρχισε να παρακμάζει μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους (1475). Το 1771 κατελήφθη από τους Ρώσους και το 1855 βομβαρδίστηκε στη διάρκεια του Κριμαϊκού πόλεμου. Κυριεύθηκε από τους Γερμανούς τον Νοέμβριο του 1941 και ανακατελήφθη από τους Ρώσους έναν μήνα αργότερα· οι τελευταίοι όμως παραδόθηκαν τον Μάιο του 1942 στον φον Μανστάιν, που είχε περικυκλώσει την πόλη. Στην περίοδο της κατοχής η πόλη καταστράφηκε τελείως και ανοικοδομήθηκε τη μεταπολεμική περίοδο. πορθμός του Κ. Πορθμός ανάμεσα στη χερσόνησο του Κ. και στη χερσόνησο Ταμάν, που συνδέει τη Μαύρη και την Αζοφική θάλασσα (τον Κιμμέριο Βόσπορο της αρχαιότητας). Έχει μήκος περίπου 41 χλμ. και πλάτος που κυμαίνεται από 4 μέχρι 15 χλμ. Οι ακτές αλλού είναι χαμηλές με αμμώδεις γλώσσες, ενώ σε άλλα σημεία είναι απόκρημνες και βραχώδεις. Η επικοινωνία μέσω του πορθμού διεξάγεται με ατμόπλοια και φεριμπότ που συνδέουν το λιμάνι του Κ. με τον Καύκασο. ρυθμός του Κ. Ρυθμός της κεραμικής της ύστερης κλασικής περιόδου (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Πήρε την ονομασία του από την πόλη του Κ. (το αρχαίο Παντικάπαιο), λόγω των πολλών αγγείων που βρέθηκαν εκεί, τα οποία ήταν διακοσμημένα με συγκεκριμένη τεχνοτροπία. Ο ρυθμός Κ. αποτελεί μια παραλλαγή του ερυθρόμορφου ρυθμού, που ξεχωρίζει για τον εντυπωσιακό πλούτο των παραστάσεων και τα σαφώς ανατολίζοντα μοτίβα (γρύπες και διάφορα μυθικά ζώα). Με αυτόν ασχολήθηκαν πολλοί αγγειογράφοι, με πιο γνωστό τον συμβατικά επονομαζόμενο ζωγράφο του Μαρσύα. Το τέλος του ρυθμού ταυτίζεται με αυτό του ερυθρόμορφου (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). χερσόνησος του Κ. Το ανατολικό τμήμα της χερσονήσου της Κριμαίας, με την οποία συνδέεται μέσω ισθμού πλάτους 17 χλμ. Βρέχεται στα Β από την Αζοφική θάλασσα, στα Α από τον πορθμό του Κ. και στα Ν από τη Μαύρη θάλασσα. Είναι πεδινή στο νοτιοδυτικό τμήμα της, ενώ στο βορειοανατολικό παρουσιάζει ανώμαλο ανάγλυφο με πολλά ηφαίστεια. Το κλίμα είναι ήπιο ηπειρωτικό, χωρίς χιόνια τον χειμώνα και με ζεστό και ξηρό καλοκαίρι. Το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς της καλλιεργείται. Στην περιοχή υπάρχει επίσης η ομώνυμη λεκάνη σιδηρομεταλλεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κριμαία — (διεθν. Crimea, ουκραν. Crym). Χερσόνησος στη Μαύρη θάλασσα και αυτόνομη δημοκρατία (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας. Πρωτεύουσά της είναι η Συμφερούπολη (Simferopol, 343.000 κάτ. το 2001). Η Κ. ενώνεται προς Β με την ξηρά… …   Dictionary of Greek

  • Αζοφική θάλασσα — Κόλπωση του Εύξεινου Πόντου, με τον οποίο συνδέεται μέσω του Στενού του Κερτς. Βρέχει τις ακτές της Ουκρανίας και από την πλευρά του πελάγους την κλείνει η χερσόνησος της Κριμαίας. Οι ακτές της είναι χαμηλές, με λιμνοθάλασσες και προσχώσεις. Στην …   Dictionary of Greek

  • Κιμμέριος Βόσπορος — Αρχαία ονομασία του πορθμού που συνέδεε τη Μαιώτιδα θάλασσα (όπως ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες η Αζοφική) με τον Εύξεινο Πόντο. Σήμερα καλείται πορθμός του Κερτς (βλ. λ. Κερτς, πορθμός). Εκεί υπήρχαν οι ελληνικές αποικίες Φαναγόρεια,… …   Dictionary of Greek

  • ρίγιαλ — το, Ν νομισματική μονάδα της Σαουδικής Αραβίας που υποδιαιρείται σε 11 κερτς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. riyal (πρβλ. ρίαλ)] …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πέλλας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Πέλλας (Εθνική οδός Θεσσαλονίκης Έδεσσας) και στεγάζει σε τρεις αίθουσες τα σημαντικότερα ευρήματα της πόλης, που από τον 5ο αι. π.Χ. ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”